- μπρε
- επιφών. βλ. βρε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπρε — επιφών., δηλώνει έκπληξη, απορία, οικειότητα: Μπρε, τι μου λες; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπρε, ντε- — (de Bray). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών ζωγράφων.1. Γιαν (Jan, 1627; – 1697). Γιος και μαθητής του Σαλομόν (βλ. 2.). Εργάστηκε στο Χάαρλεμ και επηρεάστηκε στην τεχνοτροπία του από τους ζωγράφους Χελστ και Χαλς. Τα καλύτερα του έργα είναι… … Dictionary of Greek
βρε — και μπρε και ωρε και μωρέ και ρε 1. (επιφώνημα) δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό, απορία κ.λπ. για πράγματα ή γεγονότα ανέλπιστα («βρε!», «βρε, βρε», «βρε, κακό πού παθα») 2. (κλητικό) δηλώνει: α) περιφρόνηση («βρε παλιοτόμαρο») β) οικειότητα («βρε… … Dictionary of Greek
Αρνόλφο ντι Κάμπιο — (Arnolfo di Cambio, Κόλεντι Βαλ ντ’ Έλσα 1245 – Φλωρεντία 1302;). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Ο Α. αποτελεί, μαζί με τον Νικόλα και τον Τζοβάνι Πιζάνο, την τριάδα των μεγαλύτερων γλυπτών της μεσαιωνικής Ιταλίας. Από τα πρώτα του ακόμα έργα… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Λουγκάνο — (γαλλ. και ιταλ. Lugano, γερμ. Lauis). Πόλη (28.661 κάτ. το 2002) της νότιας Ελβετίας, στο καντόνι Τιτσίνο. Η πόλη βρίσκεται χτισμένη σε μία τοποθεσία ιδιαίτερου κάλλους, σε έναν ευρύ όρμο της δυτικής όχθης της ομώνυμης λίμνης, μεταξύ των ορέων… … Dictionary of Greek
Ντιφούρκ, Νορμπέρ — (Norbert Dufourcq, Σεν Ζαν ντε Μπρε, Λουάρ 1904 –). Γάλλος μουσικολόγος και οργανίστας. Αφού τελείωσε τις σπουδές του φιλολογίας και παλαιογραφίας, κατέλαβε το 1941 την έδρα της Ιστορίας της μουσικής στο Ωδείο του Παρισιού. Διευθύνει επίσης μια… … Dictionary of Greek
bre — interj. 1. (fam.) Cuvânt cu care atragem atenţia cuiva că ne adresăm lui. 2. (De obicei repetat) Cuvânt care exprimă mirare. – Din tc. bre. Trimis de valeriu, 21.03.2003. Sursa: DEX 98 BRE interj. v. hăi, măi. Trimis de siveco, 11.01.2008.… … Dicționar Român